- σημαντικώς
- ΜΑεπίρρ. βλ. σημαντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σημαντικῶς — σημαντικός significant adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντικός — ή, ό / σημαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [σημαίνω] αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ. γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας»,… … Dictionary of Greek